ἁθροίσας

ἁθροίσας
ἁθροίσᾱς , ἁθρέω
gaze at
pres part act fem acc pl (doric)
ἁθροίσᾱς , ἁθρέω
gaze at
pres part act fem gen sg (doric)
ἁθροίσᾱς , ἀθροίζω
gather together
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἁθροΐσᾱς , ἀθροίζω
gather together
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀθροίσας — ἀθροίσᾱς , ἀθρέω gaze at pres part act fem acc pl (doric) ἀθροίσᾱς , ἀθρέω gaze at pres part act fem gen sg (doric) ἀθροίσᾱς , ἀθροίζω gather together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀθροΐσᾱς , ἀθροίζω gather together aor part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… …   Dictionary of Greek

  • πλην — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλαν Ι. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) εκτός από, εξαιρέσει τού... (α. «όλοι πλην ενός» β. «οἱ Ἕλληνες... πλὴν Λακεδαιμονίων», Αρρ.) γ. «ἐλεύθερος γὰρ οὔ τις ἐστὶ πλὴν Διός», Σοφ.) αρχ. εκτός αυτού, επί πλέον αυτού II. νεοελλ. σύμβολο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”